- σπαθητός
- -ή, -όν και δωρ. τ. σπαθατός, -ά, -όν, Α [σπαθῶ]1. (για ύφασμα) πυκνά υφασμένος, κρουστός2. (κατά τον Ησύχ.) «σπαθητόνγυναικεῑον».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπαθητόν — σπαθητός struck with the masc acc sg σπαθητός struck with the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαθητοῖς — σπαθητός struck with the masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιροσπάθητος — καιροσπάθητος, ον (Α) πυκνά υφασμένος, στερεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῖρος «τα νήματα τού στημονιού τού αργαλειού» + σπάθητος (< σπαθῶ «υφαίνω σφιχτά»), πρβλ. ευ σπάθητος, λεπτο σπάθητος] … Dictionary of Greek
λεπτοσπάθητος — λεπτοσπάθητος, ον (Α) υφασμένος με λεπτό τρόπο, λεπτοϋφασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + σπαθητός (< σπαθῶ, άω < σπάθη), πρβλ. ευ σπάθητος, καιρο σπάθητος] … Dictionary of Greek
ευσπάθητος — εὐσπάθητος, ον (Α) ο υφασμένος προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σπαθητός (< σπαθώ «κτυπώ το στημόνι με τη σπάθη τού αργαλειού»)] … Dictionary of Greek
σπαθατός — ά, όν, Α (δωρ. τ.) βλ. σπαθητός … Dictionary of Greek